Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
poudre poudres

poudre (fr) θηλυκό

  1. η σκόνη
  2. η πούδρα
  3. το μπαρούτι