πούδρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πούδρα | οι | πούδρες |
γενική | της | πούδρας | των | (πουδρών) |
αιτιατική | την | πούδρα | τις | πούδρες |
κλητική | πούδρα | πούδρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πούδρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική poudre < γαλλική poudre < υστερολατινική pulvera < λατινική pulvis πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pel- (σκόνη)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpu.ðra/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πού‐δρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπούδρα θηλυκό
- σκόνη που την απλώνουμε ως καλλυντικό στο πρόσωπο ή στο σώμα
Συνώνυμα
επεξεργασία- άχνη (συγκριτικά λογιότερο)