pulvis
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- pulvis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pel- (αλεύρι, σκόνη)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
pulvis αρσενικό
- η σκόνη, ο κονιορτός
- (μεταφορικά) η αρένα, (ο) χώρος αντιπαράθεσης