κονιορτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κονιορτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κονιορτός[1] < κόνις + ὄρνυμι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.ɲoɾˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐νιορ‐τός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακονιορτός αρσενικό
- σκόνη
- ※ Τα ερυθρά σαρίκια την έκτασιν πληρούσι, / Αφίπταται περιδεής η των πτηνών αγέλη· / Κλαγγή των όπλων πανταχού και κτύποι αντηχούσι· / Σκιάζει τον ορίζοντα κονιορτού νεφέληˈ' (Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, Το Αρκάδι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κονιορτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας