ενικός         πληθυντικός  
powder powders

  Ετυμολογία

επεξεργασία
powder < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική powder < παλαιά γαλλική poudre < λατινική pulvis, pulver- (σκόνη)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpaʊdə/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

powder (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. ο κονιορτός, η άχνη, η σκόνη, η πασπάλη
  2. (κοσμετολογία) η πούδρα