Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
powder
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
powder
powders
Ετυμολογία
επεξεργασία
powder
< κληρονομημένο από
τη μέση αγγλική
powder
<
παλαιά γαλλική
poudre
<
λατινική
pulvis
,
pulver-
(σκόνη)
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈpaʊdə
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
powder
(en)
(
μετρήσιμο
και
μη
μετρήσιμο
)
ο
κονιορτός
, η
άχνη
, η
σκόνη
, η
πασπάλη
(
κοσμετολογία
) η
πούδρα