ενικός         πληθυντικός  
powder powders

Ετυμολογία

επεξεργασία
powder < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική powder < παλαιά γαλλική poudre < λατινική pulvis, pulver- (σκόνη)

Ουσιαστικό

επεξεργασία