μπούρμπερη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπούρμπερη | ||
γενική | της | μπούρμπερης | ||
αιτιατική | την | μπούρμπερη | ||
κλητική | μπούρμπερη | |||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπούρμπερη < μεσαιωνική ελληνική πούλβερις < ιταλική polvere < λατινική pulvis (γενική: pulveris) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pel- (αλεύρι, σκόνη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπούρμπερη θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πούδρα
Εκφράσεις
επεξεργασία- στάχτη και μπούρμπερη: δηλώνει μεγάλη και ολοσχερή καταστροφή (καθώς και προσωπική αδιαφορία γι' αυτή)