Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πουδράρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πουδράρισμα
τα
πουδραρίσμα
τ
α
γενική
του
πουδραρίσμα
τ
ος
των
πουδραρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
πουδράρισμα
τα
πουδραρίσμα
τ
α
κλητική
πουδράρισμα
πουδραρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πουδράρισμα
<
πουδράρω
+
-ισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πουδράρισμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
πουδράρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πουδράρισμα