πυριτιούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | πυριτιούχος | το | πυριτιούχο | ||
γενική | του/της | πυριτιούχου | του | πυριτιούχου | ||
αιτιατική | τον/την | πυριτιούχο | το | πυριτιούχο | ||
κλητική | πυριτιούχε | πυριτιούχο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | πυριτιούχοι | τα | πυριτιούχα | ||
γενική | των | πυριτιούχων | των | πυριτιούχων | ||
αιτιατική | τους/τις | πυριτιούχους | τα | πυριτιούχα | ||
κλητική | πυριτιούχοι | πυριτιούχα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπυριτιούχος -ος, -ο
- που περιέχει πυρίτιο