↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η αργιλούχος το αργιλούχο
      γενική του/της αργιλούχου του αργιλούχου
    αιτιατική τον/την αργιλούχο το αργιλούχο
     κλητική αργιλούχε αργιλούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργιλούχοι τα αργιλούχα
      γενική των αργιλούχων των αργιλούχων
    αιτιατική τους/τις αργιλούχους τα αργιλούχα
     κλητική αργιλούχοι αργιλούχα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αργιλούχος < άργιλος + -ούχος

  Επίθετο

επεξεργασία

αργιλούχος, -ος, -ο

  • που περιέχει άργιλο
    αργιλούχα πετρώματα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία