μαγνήσιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαγνήσιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική magnesium < αρχαία ελληνική Μαγνησία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαγνήσιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις αλκαλικές γαίες, με ατομικό αριθμό 12 και χημικό σύμβολο το Mg
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαγνήσιο | τα | μαγνήσια |
γενική | του | μαγνήσιου & μαγνησίου |
των | μαγνήσιων & μαγνησίων |
αιτιατική | το | μαγνήσιο | τα | μαγνήσια |
κλητική | μαγνήσιο | μαγνήσια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μαγνήσιο στη Βικιπαίδεια