νάτριο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
|
Ετυμολογία Επεξεργασία
- νάτριο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική natrium < παλαιά γαλλική natron ή natrum < αραβική natrūm ή nitrūm < αρχαία ελληνική νίτρον (αντιδάνειο)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈna.tɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νά‐τρι‐ο
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νάτριο | τα | νάτρια |
γενική | του | νατρίου & νάτριου |
των | νατρίων |
αιτιατική | το | νάτριο | τα | νάτρια |
κλητική | νάτριο | νάτρια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
νάτριο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) αλκαλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 11 και χημικό σύμβολο το Na
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- νάτριο στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
νάτριο
|