σόδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σόδα | οι | σόδες |
γενική | της | σόδας | — | |
αιτιατική | τη | σόδα | τις | σόδες |
κλητική | σόδα | σόδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σόδα < (άμεσο δάνειο) ιταλική soda
Ουσιαστικό επεξεργασία
σόδα θηλυκό
- η κοινή ονομασία του υδρογονανθρακικού ανθρακικού
- η κοινή ονομασία του διττανθρακικού ανθρακικού, η σόδα μαγειρικής
- λένε ότι η σόδα απορροφάει τις διάφορες μυρουδιές του ψυγείου
- μεταλλικό νερό που περιέχει ανθρακικό νάτριο
- πιάσε μια ρετσίνα και μια σόδα
- (οικείο) γενική ονομασία για αεριούχο σκεύασμα χωρίς αρωματικές ύλες φρούτων (π.χ. το σπράιτ, η σέβεναπ κλπ)
Υπερώνυμα επεξεργασία
- (χημεία) άλας
Υπώνυμα επεξεργασία
(χημεία)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σόδα στη Βικιπαίδεια