σόδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σόδιο | τα | σόδια |
γενική | του | σοδίου & σόδιου |
των | σοδίων |
αιτιατική | το | σόδιο | τα | σόδια |
κλητική | σόδιο | σόδια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈso.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σό‐δι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σόδιο ουδέτερο
- (χημεία, παρωχημένο) παλιότερο συνώνυμο για το νάτριο (Na)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.