sodio
Ισπανικά (es) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sodio (es)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: νάτριο
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sodio < νεολατινική sodium
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sodio (it) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: νάτριο
Πηγές επεξεργασία
- sodio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).