Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο νατράσβεστος
      γενική του νατράσβεστου
    αιτιατική τον νατράσβεστο
     κλητική νατράσβεστε
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νατράσβεστος < νάτριο + άσβεστος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νατράσβεστος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία