Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλκαλικός η αλκαλική το αλκαλικό
      γενική του αλκαλικού της αλκαλικής του αλκαλικού
    αιτιατική τον αλκαλικό την αλκαλική το αλκαλικό
     κλητική αλκαλικέ αλκαλική αλκαλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλκαλικοί οι αλκαλικές τα αλκαλικά
      γενική των αλκαλικών των αλκαλικών των αλκαλικών
    αιτιατική τους αλκαλικούς τις αλκαλικές τα αλκαλικά
     κλητική αλκαλικοί αλκαλικές αλκαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλκαλικός < αλκάλ(ιο) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αλκαλικός, -η, -ο

  • (χημεία) που έχει τις ιδιότητες αλκαλίου, ή που περιέχει αλκάλιο

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία