νατριαιμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νατριαιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική natremia < νεολατινική natrium + αρχαία ελληνική αἷμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίανατριαιμία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- υπερνατριαιμία
- → δείτε τις λέξεις νάτριο και αίμα