μαγνησιούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | μαγνησιούχος | το | μαγνησιούχο | ||
γενική | του/της | μαγνησιούχου | του | μαγνησιούχου | ||
αιτιατική | τον/τη | μαγνησιούχο | το | μαγνησιούχο | ||
κλητική | μαγνησιούχε | μαγνησιούχο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | μαγνησιούχοι | τα | μαγνησιούχα | ||
γενική | των | μαγνησιούχων | των | μαγνησιούχων | ||
αιτιατική | τους/τις | μαγνησιούχους | τα | μαγνησιούχα | ||
κλητική | μαγνησιούχοι | μαγνησιούχα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμαγνησιούχος, -ος, -ο
- ουσία που περιέχει μαγνήσιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαγνησιούχος
|