μαγνησίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαγνησίτης < μαγνήσιο + -ίτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαγνησίτης αρσενικό ή λευκόλιθος
- (ορυκτολογία, χημεία) ανθρακικό ορυκτό του μαγνησίου