ντουραλουμίνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντουραλουμίνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Duralumin < λατινική durus + γερμανική Aluminium < λατινική alumen
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντουραλουμίνιο ουδέτερο
- (μεταλλουργία) κράμα αλουμινίου μεγάλης αντοχής, που εκτός από αλουμίνιο περιέχει χαλκό και άλλα μέταλλα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντουραλουμίνιο
|