κυκλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κυκλικός | η | κυκλική | το | κυκλικό |
γενική | του | κυκλικού | της | κυκλικής | του | κυκλικού |
αιτιατική | τον | κυκλικό | την | κυκλική | το | κυκλικό |
κλητική | κυκλικέ | κυκλική | κυκλικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κυκλικοί | οι | κυκλικές | τα | κυκλικά |
γενική | των | κυκλικών | των | κυκλικών | των | κυκλικών |
αιτιατική | τους | κυκλικούς | τις | κυκλικές | τα | κυκλικά |
κλητική | κυκλικοί | κυκλικές | κυκλικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυκλικός < αρχαία ελληνική κυκλικός < κύκλος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική cyclique[1] & (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική cyclic[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.kliˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐κλι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίακυκλικός, -ή, -ό
- που έχει σχήμα κύκλου
- άλλες μορφές: κύκλιος
- που χαρακτηρίζεται από εναλλαγή μερικών στοιχείων μεταξύ τους (κύκλο)
- η κυκλική εναλλαγή των εποχών
- (χημεία) για ένωση της οποίας το μόριο έχει έναν δακτύλιο
- κυκλικοί υδρογονάνθρακες
- (μαθηματικά) αριθμός με επαναλαμβανόμενα ψηφία σε αλληλουχία (κυκλικό ψηφίο ή ψηφία)
- 0,3333333333..... με κυκλικό ψηφίο τον αριθμό 3
- 1,25252525252525...... με κυκλικά ψηφία τον αριθμό 25
Συνώνυμα
επεξεργασία- κυκλοτερής (λόγιο)
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- άκυκλος
- ετεροκυκλικός
- ημικυκλικός
- κυκλικότητα
- κύκλιος
- κυκλωτικός
- → και δείτε τις λέξεις κύκλος και κυκλο-
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 κυκλικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας