↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημικυκλικός η ημικυκλική το ημικυκλικό
      γενική του ημικυκλικού της ημικυκλικής του ημικυκλικού
    αιτιατική τον ημικυκλικό την ημικυκλική το ημικυκλικό
     κλητική ημικυκλικέ ημικυκλική ημικυκλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημικυκλικοί οι ημικυκλικές τα ημικυκλικά
      γενική των ημικυκλικών των ημικυκλικών των ημικυκλικών
    αιτιατική τους ημικυκλικούς τις ημικυκλικές τα ημικυκλικά
     κλητική ημικυκλικοί ημικυκλικές ημικυκλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ημικυκλικός < ημι- + κυκλικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ημικυκλικός

  • που έχει σχήμα μισού κύκλου
  • που ανάγεται σε ημικύκλιο, ή μετριέται σε ημικύκλιο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία