Δείτε επίσης: κυκλικῶς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυκλικώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυκλικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε κυκλικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα επεξεργασία

κυκλικώς

  Πηγές επεξεργασία