κυκλικῶς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυκλικῶς < κυκλικ(ός) + -ῶς
Επίρρημα
επεξεργασίακυκλικῶς
Πηγές
επεξεργασία- κυκλικῶς, κυκλικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.