↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δακτύλιος οι δακτύλιοι
      γενική του δακτυλίου
δακτύλιου
των δακτυλίων
    αιτιατική τον δακτύλιο τους δακτυλίους
δακτύλιους
     κλητική δακτύλιε δακτύλιοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δακτύλιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δακτύλιος (δαχτυλίδι), υποκοριστικό του δάκτυλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðaˈkti.li.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐κτύ‐λι‐ος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δακτύλιος αρσενικό

  1. φυσικό σώμα με σχήμα περιφέρειας κύκλου, που μοιάζει με δαχτυλίδι
  2. (ανατομία) το τελευταίο τμήμα εντέρου, πριν από το παχύ έντερο
  3. (ζωολογία) τμήμα με σχήμα δακτυλίου σε αρθρόποδα ζώα, έντομα, σκουλήκια
  4. (αστρονομία) φωτεινή ζώνη γεμάτη θραύσματα που περιβάλλει κάποιο ουράνιο σώμα
  5. (για περιοχή πόλης) νοητή κλειστή καμπύλη γραμμή που ορίζεται από μια σειρά δρόμων και περικλείει τμήμα μιας πόλης
     συνώνυμα: κυκλοφοριακός δακτύλιος
    ⮡  περιφερειακός δακτύλιος
    • (ειδικότερα) το κεντρικό τμήμα της πόλης της Αθήνας στο οποίο επιτρέπεται η κυκλοφορία των ιδιωτικών αυτοκινήτων εκ περιτροπής, ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού κυκλοφορίας τους
      ⮡  Σήμερα στον δακτύλιο κυκλοφορούν «τα μονά».

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα με δακτυλιο-, δακτυλιω-

→ δείτε και τις λέξεις δαχτυλίδι, δάχτυλο και δάκτυλος για θέματα με δαχτυλιδ-, δαχτυλο-, δακτυλο-, -δακτυλία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δακτύλιος οἱ δακτύλιοι
      γενική τοῦ δακτυλίου τῶν δακτυλίων
      δοτική τῷ δακτυλί τοῖς δακτυλίοις
    αιτιατική τὸν δακτύλιον τοὺς δακτυλίους
     κλητική ! δακτύλιε δακτύλιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δακτυλίω
γεν-δοτ τοῖν  δακτυλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα