δακτύλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δακτύλιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δακτύλιος (δαχτυλίδι), υποκοριστικό του δάκτυλος
- για τη ζωολογία: < σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική annulus < λατινική anulus (δαχτυλίδι) [1]
- για την αστρονομία: < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική anneau
- για την περιοχή πόλης: < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική ring, ring road
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðaˈkti.li.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐κτύ‐λι‐ος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδακτύλιος αρσενικό
- φυσικό σώμα με σχήμα περιφέρειας κύκλου, που μοιάζει με δαχτυλίδι
- (ανατομία) το τελευταίο τμήμα εντέρου, πριν από το παχύ έντερο
- (ζωολογία) τμήμα με σχήμα δακτυλίου σε αρθρόποδα ζώα, έντομα, σκουλήκια
- (αστρονομία) φωτεινή ζώνη γεμάτη θραύσματα που περιβάλλει κάποιο ουράνιο σώμα
- (για περιοχή πόλης) νοητή κλειστή καμπύλη γραμμή που ορίζεται από μια σειρά δρόμων και περικλείει τμήμα μιας πόλης
- ≈ συνώνυμα: κυκλοφοριακός δακτύλιος
- ⮡ περιφερειακός δακτύλιος
- (ειδικότερα) το κεντρικό τμήμα της πόλης της Αθήνας στο οποίο επιτρέπεται η κυκλοφορία των ιδιωτικών αυτοκινήτων εκ περιτροπής, ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του αριθμού κυκλοφορίας τους
- ⮡ Σήμερα στον δακτύλιο κυκλοφορούν «τα μονά».
- ≈ συνώνυμα: κυκλοφοριακός δακτύλιος
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα με δακτυλιο-, δακτυλιω-
→ δείτε και τις λέξεις δαχτυλίδι, δάχτυλο και δάκτυλος για θέματα με δαχτυλιδ-, δαχτυλο-, δακτυλο-, -δακτυλία
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ δακτύλιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- δακτύλιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δακτύλιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δακτύλιος | οἱ | δακτύλιοι |
γενική | τοῦ | δακτυλίου | τῶν | δακτυλίων |
δοτική | τῷ | δακτυλίῳ | τοῖς | δακτυλίοις |
αιτιατική | τὸν | δακτύλιον | τοὺς | δακτυλίους |
κλητική ὦ! | δακτύλιε | δακτύλιοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δακτυλίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δακτυλίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- δακτύλιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δακτύλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.