Ετυμολογία

επεξεργασία
anneau < λατινική annellus ή annulus, υποκοριστικά του annus

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
anneau anneaux

anneau (fr) αρσενικό

  1. ο δακτύλιος, το δαχτυλίδι
     συνώνυμα: bague
  2. (αρχιτεκτονική) το οριζόντιο κυκλικό χώρισμα μιας κολόνας
  3. ο κρίκος, ο χαλκάς