annus
Λατινικά (la)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- annus < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂et-nos- < *h₂et- (πηγαίνω). Συγγενές με τα (γοτθικά) 𐌰𐌸𐌽 (aþn, χρόνος), (σανσκριτικά) अटति (aṭati, πηγαίνει)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
annus αρσενικό
ΚλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | annus | annī |
γενική | annī | annōrum |
δοτική | annō | annīs |
αιτιατική | annum | annōs |
κλητική | anne | annī |
αφαιρετική | annō | annīs |
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- «annus» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.