Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαλκάς οι χαλκάδες
      γενική του χαλκά των χαλκάδων
    αιτιατική τον χαλκά τους χαλκάδες
     κλητική χαλκά χαλκάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική halka < αραβική حلقة (ḥalqa/ḥalaqa) (μεταλλικός κρίκος ή δαχτυλίδι).[1]
Έχει υποστηριχθεί η αναγωγή της τουρκικής λέξης στην αρχαία ελληνική χαλκός -οπότε θα ήταν αντιδάνειο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλκάς αρσενικό

  1. ο κρίκος
  2. το δαχτυλίδι (κυρίως για τη βέρα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.