εναλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εναλλαγή < (ελληνιστική κοινή) ἐναλλαγή (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική alternation)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεναλλαγή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εναλλάσσω
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εναλλαγή