alternative
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
alternative (en) (χωρίς παραθετικά)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) εναλλακτικός, που μπορεί να εναλλάσσεται με άλλον ή να αντικαθιστά άλλον
- ⮡ alternative choices - εναλλακτικές επιλογές
- ≈ συνώνυμα: alternate (αμερικανικά αγγλικά)
- εναλλακτικός, διαφορετικός ή αντίθετος από το καθιερωμένο και συμβατικό
- ⮡ alternative art - εναλλακτική τέχνη
Σύνθετα
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
alternative | alternatives |
alternative (en)
- αλτερνατίβα, εναλλακτική λύση ή επιλογή
- ⮡ We are forced to agree, we have no other alternative.
- Είμαστε αναγκασμένοι να συμφωνήσουμε, δεν έχουμε και άλλη αλτερνατίβα.
- ⮡ I had to go, there was no alternative.
- Έπρεπε να φύγω, δεν υπήρχε άλλη λύση.
- ⮡ We are forced to agree, we have no other alternative.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
alternative | alternatives |
alternative (fr) θηλυκό
- η αλτερνατίβα, η εναλλακτική λύση, η εναλλαγή