alternative
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
alternative (en)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
alternative (en) (πληθυντικός alternatives)
- αλτερνατίβα, εναλλακτική λύση
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
alternative | alternatives |
alternative (fr) θηλυκό
- η αλτερνατίβα, η εναλλακτική λύση, η εναλλαγή
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
alternative (fr)
- θηλυκό του alternatif
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη alterner