αλτερνατίβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλτερνατίβα | οι | αλτερνατίβες |
γενική | της | αλτερνατίβας | — | |
αιτιατική | την | αλτερνατίβα | τις | αλτερνατίβες |
κλητική | αλτερνατίβα | αλτερνατίβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλτερνατίβα < από το γαλλικό alternative (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλτερνατίβα θηλυκό
- εναλλακτική λύση
- ※ Ο Ταίυλορ θεωρεί αυτή την έκδοχή ώς αλτερνατίβα στα αδιέξοδα της μοντέρνας ιδεολογίας της «άνθησης του εαυτού» (Νέα Εστία, τεύχος 1746-1748, σελ. 320, 2002)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλτερνατίβα