Δείτε επίσης: ἐναλλακτικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εναλλακτικός η εναλλακτική το εναλλακτικό
      γενική του εναλλακτικού της εναλλακτικής του εναλλακτικού
    αιτιατική τον εναλλακτικό την εναλλακτική το εναλλακτικό
     κλητική εναλλακτικέ εναλλακτική εναλλακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εναλλακτικοί οι εναλλακτικές τα εναλλακτικά
      γενική των εναλλακτικών των εναλλακτικών των εναλλακτικών
    αιτιατική τους εναλλακτικούς τις εναλλακτικές τα εναλλακτικά
     κλητική εναλλακτικοί εναλλακτικές εναλλακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εναλλακτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐναλλακτικός (που μετατρέπεται, ανώμαλος) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική alternatif ή από την γαλλική alternative[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.na.la.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ναλ‐λα‐κτι‐κός
παλιότερος συλλαβισμός: εν‐αλ‐λα‐κτι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

εναλλακτικός, -ή, -ό

  1. ο ενδεχόμενος/δυνητικός αντικαταστάτης
  2. ο σύγχρονος, ο μη παραδοσιακός, ο καινοτόμος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις εν και αλλάσσω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία