άκυκλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άκυκλος | η | άκυκλη | το | άκυκλο |
γενική | του | άκυκλου | της | άκυκλης | του | άκυκλου |
αιτιατική | τον | άκυκλο | την | άκυκλη | το | άκυκλο |
κλητική | άκυκλε | άκυκλη | άκυκλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άκυκλοι | οι | άκυκλες | τα | άκυκλα |
γενική | των | άκυκλων | των | άκυκλων | των | άκυκλων |
αιτιατική | τους | άκυκλους | τις | άκυκλες | τα | άκυκλα |
κλητική | άκυκλοι | άκυκλες | άκυκλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άκυκλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική acyclic < αρχαία ελληνική ἀ- στερητικό + κύκλος [1]
Επίθετο
επεξεργασίαάκυκλος, -η, -ο
- που δεν σχηματίζει κύκλο
- (χημεία, στην οργανική χημεία) για οργανικές ενώσεις που το μόριό τους περιέχει ανοιχτή αλυσίδα ατόμων άνθρακα
Μεταφράσεις
επεξεργασία άκυκλος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άκυκλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας