circular
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- circular < (κληρονομημένο) μέση αγγλική circuler[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsɜːk.jə.lə(ɹ)/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : cir‐cu‐lar
Επίθετο
επεξεργασίαcircular (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
circular | circulars |
circular (en)
Αναφορές
επεξεργασία
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcircular (ca)