κυκλωτικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.klo.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐κλω‐τι‐κός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κυκλωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την κύκλωση / περικύκλωση, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κυκλωτικός
|