κυκλωτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακυκλωτικά < κυκλωτικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίακυκλωτικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυκλωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακυκλωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κυκλωτικός