κυκλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυκλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κυκλώνω < αρχαία ελληνική κυκλόω / κυκλῶ < κύκλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈklo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐κλώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίακυκλώνω, αόρ.: κύκλωσα, παθ.φωνή: κυκλώνομαι, π.αόρ.: κυκλώθηκα, μτχ.π.π.: κυκλωμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κύκλος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυκλώνω | κύκλωνα | θα κυκλώνω | να κυκλώνω | κυκλώνοντας | |
β' ενικ. | κυκλώνεις | κύκλωνες | θα κυκλώνεις | να κυκλώνεις | κύκλωνε | |
γ' ενικ. | κυκλώνει | κύκλωνε | θα κυκλώνει | να κυκλώνει | ||
α' πληθ. | κυκλώνουμε | κυκλώναμε | θα κυκλώνουμε | να κυκλώνουμε | ||
β' πληθ. | κυκλώνετε | κυκλώνατε | θα κυκλώνετε | να κυκλώνετε | κυκλώνετε | |
γ' πληθ. | κυκλώνουν(ε) | κύκλωναν κυκλώναν(ε) |
θα κυκλώνουν(ε) | να κυκλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κύκλωσα | θα κυκλώσω | να κυκλώσω | κυκλώσει | ||
β' ενικ. | κύκλωσες | θα κυκλώσεις | να κυκλώσεις | κύκλωσε | ||
γ' ενικ. | κύκλωσε | θα κυκλώσει | να κυκλώσει | |||
α' πληθ. | κυκλώσαμε | θα κυκλώσουμε | να κυκλώσουμε | |||
β' πληθ. | κυκλώσατε | θα κυκλώσετε | να κυκλώσετε | κυκλώστε | ||
γ' πληθ. | κύκλωσαν κυκλώσαν(ε) |
θα κυκλώσουν(ε) | να κυκλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κυκλώσει | είχα κυκλώσει | θα έχω κυκλώσει | να έχω κυκλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κυκλώσει | είχες κυκλώσει | θα έχεις κυκλώσει | να έχεις κυκλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κυκλώσει | είχε κυκλώσει | θα έχει κυκλώσει | να έχει κυκλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κυκλώσει | είχαμε κυκλώσει | θα έχουμε κυκλώσει | να έχουμε κυκλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κυκλώσει | είχατε κυκλώσει | θα έχετε κυκλώσει | να έχετε κυκλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κυκλώσει | είχαν κυκλώσει | θα έχουν κυκλώσει | να έχουν κυκλώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυκλώνομαι | κυκλωνόμουν(α) | θα κυκλώνομαι | να κυκλώνομαι | ||
β' ενικ. | κυκλώνεσαι | κυκλωνόσουν(α) | θα κυκλώνεσαι | να κυκλώνεσαι | ||
γ' ενικ. | κυκλώνεται | κυκλωνόταν(ε) | θα κυκλώνεται | να κυκλώνεται | ||
α' πληθ. | κυκλωνόμαστε | κυκλωνόμαστε κυκλωνόμασταν |
θα κυκλωνόμαστε | να κυκλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | κυκλώνεστε | κυκλωνόσαστε κυκλωνόσασταν |
θα κυκλώνεστε | να κυκλώνεστε | (κυκλώνεστε) | |
γ' πληθ. | κυκλώνονται | κυκλώνονταν κυκλωνόντουσαν |
θα κυκλώνονται | να κυκλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυκλώθηκα | θα κυκλωθώ | να κυκλωθώ | κυκλωθεί | ||
β' ενικ. | κυκλώθηκες | θα κυκλωθείς | να κυκλωθείς | κυκλώσου | ||
γ' ενικ. | κυκλώθηκε | θα κυκλωθεί | να κυκλωθεί | |||
α' πληθ. | κυκλωθήκαμε | θα κυκλωθούμε | να κυκλωθούμε | |||
β' πληθ. | κυκλωθήκατε | θα κυκλωθείτε | να κυκλωθείτε | κυκλωθείτε | ||
γ' πληθ. | κυκλώθηκαν κυκλωθήκαν(ε) |
θα κυκλωθούν(ε) | να κυκλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κυκλωθεί | είχα κυκλωθεί | θα έχω κυκλωθεί | να έχω κυκλωθεί | κυκλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις κυκλωθεί | είχες κυκλωθεί | θα έχεις κυκλωθεί | να έχεις κυκλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κυκλωθεί | είχε κυκλωθεί | θα έχει κυκλωθεί | να έχει κυκλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κυκλωθεί | είχαμε κυκλωθεί | θα έχουμε κυκλωθεί | να έχουμε κυκλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κυκλωθεί | είχατε κυκλωθεί | θα έχετε κυκλωθεί | να έχετε κυκλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κυκλωθεί | είχαν κυκλωθεί | θα έχουν κυκλωθεί | να έχουν κυκλωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κυκλωμένος - είμαστε, είστε, είναι κυκλωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κυκλωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κυκλωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κυκλωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κυκλωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κυκλωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κυκλωμένοι |