Ετυμολογία

επεξεργασία
βραχυκυκλώνω < βραχύς + κυκλώνω

βραχυκυκλώνω

  • συνδέω δύο σημεία ενός ηλεκτρικού κυκλώματος με αγωγό μηδενικής ή μικρής αντίστασης

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία