Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βραχυκυκλώνω < βραχύς + κυκλώνω

  Ρήμα επεξεργασία

βραχυκυκλώνω

  • συνδέω δύο σημεία ενός ηλεκτρικού κυκλώματος με αγωγό μηδενικής ή μικρής αντίστασης

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία