Ετυμολογία

επεξεργασία
short circuit < → δείτε τις λέξεις short και circuit

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
short circuit short circuits

short circuit (en)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
ενεστώτας short circuit
γ΄ ενικό ενεστώτα short circuits
αόριστος short circuited
παθητική μετοχή short circuited
ενεργητική μετοχή short circuiting

short circuit (en)

  1. βραχυκυκλώνω, ενώνω δύο ή περισσότερα σημεία ηλεκτρικής πηγής, μεταξύ των οποίων υπάρχει διαφορά δυναμικού, προκαλώ βραχυκύκλωμα
    ⮡  Be careful not to short circuit the wires.
    Πρόσεξε να μη βραχυκυκλώσεις τα σύρματα.
    ⮡  The device is short circuited and doesn’t work.
    Η συσκευή είναι βραχυκυκλωμένη και δε λειτουργεί.
    ⮡  Somewhere the cable is short circuiting and the power is not reaching the outlet.
    Κάπου βραχυκυκλώνει το καλώδιο και δε φτάνει το ρεύμα στην πρίζα.
  2. βραχυκυκλώνω, κάνω κάτι να μη λειτουργεί
    ⮡  There are forces which are trying to systematically short circuit the mechanisms and functions of the state.
    Υπάρχουν δυνάμεις που προσπαθούν συστηματικά να βραχυκυκλώσουν τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες του κράτους.

Άλλες μορφές

επεξεργασία