βραχυκύκλωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾa.çiˈci.klo.ma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
βραχυκύκλωμα ουδέτερο
- (στον ηλεκτρισμό) η απευθείας ένωση των δύο πόλων ηλεκτρικής πηγής, χωρίς την παρεμβολή κάποιου καταναλωτή (αντίστασης, πυκνωτή, πηνίου κτλ).
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βραχυκύκλωμα