Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βραχυκύκλωμα τα βραχυκυκλώματα
      γενική του βραχυκυκλώματος των βραχυκυκλωμάτων
    αιτιατική το βραχυκύκλωμα τα βραχυκυκλώματα
     κλητική βραχυκύκλωμα βραχυκυκλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βραχυκύκλωμα < βραχύς + κύκλωμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɾa.çiˈci.klo.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βραχυκύκλωμα ουδέτερο


Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία