Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsɜː.kɪt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

circuit (en)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • circuit στην αγγλική Βικιπαίδεια  



  Ετυμολογία

επεξεργασία
circuit < circuite < λατινική circuitus < circuire ή circumire, (κάνω έναν γύρο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siʁ.kɥi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
circuit circuits

circuit (fr) αρσενικό

  1. το κύκλωμα
  2. το σιρκουί

Εκφράσεις

επεξεργασία