circuit
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
circuit (en)
- (ηλεκτρικό) κύκλωμα
Πολυλεκτικοί όροι Επεξεργασία
Δείτε επίσης Επεξεργασία
- circuit στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
circuit | circuits |
circuit (fr) αρσενικό