Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  circuit και électrique

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
circuit électrique circuits électriques

circuit électrique (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία