électrique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.lɛk.tʁik/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
électrique | électriques |
électrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ηλεκτρικός
- le courant électrique - το ηλεκτρικό ρεύμα
- (για χρώματα) ελεκτρίκ
- bleu électrique - μπλε ελεκτρίκ