βραχυκυκλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βραχυκυκλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βραχυκυκλώνω
Μετοχή
επεξεργασίαβραχυκυκλωμένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί βραχυκύκλωμα
- (μεταφορικά) που έχει μπει σε αδιέξοδο, μπλοκαρισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία βραχυκυκλωμένος
|