Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπλοκαρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μπλοκαρισμέν
ος
η
μπλοκαρισμέν
η
το
μπλοκαρισμέν
ο
γενική
του
μπλοκαρισμέν
ου
της
μπλοκαρισμέν
ης
του
μπλοκαρισμέν
ου
αιτιατική
τον
μπλοκαρισμέν
ο
την
μπλοκαρισμέν
η
το
μπλοκαρισμέν
ο
κλητική
μπλοκαρισμέν
ε
μπλοκαρισμέν
η
μπλοκαρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μπλοκαρισμέν
οι
οι
μπλοκαρισμέν
ες
τα
μπλοκαρισμέν
α
γενική
των
μπλοκαρισμέν
ων
των
μπλοκαρισμέν
ων
των
μπλοκαρισμέν
ων
αιτιατική
τους
μπλοκαρισμέν
ους
τις
μπλοκαρισμέν
ες
τα
μπλοκαρισμέν
α
κλητική
μπλοκαρισμέν
οι
μπλοκαρισμέν
ες
μπλοκαρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπλοκαρισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μπλοκάρω
Μετοχή
επεξεργασία
μπλοκαρισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
μπλοκάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπλοκαρισμένος
γαλλικά
:
bloqué
(fr)