Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλοιός οι κλοιοί
      γενική του κλοιού των κλοιών
    αιτιατική τον κλοιό τους κλοιούς
     κλητική κλοιέ κλοιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

κλοιός < αρχαία ελληνική κλοιός

  Ουσιαστικό

κλοιός αρσενικό

  • οτιδήποτε θεωρείται ότι περιορίζει, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, κάποιον ή κάτι, περιβάλλοντάς το(ν) κυκλικά

  Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

  Ετυμολογία

κλοιός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

κλοιός αρσενικό

  1. περιλαίμιο σκύλου
  2. αντίστοιχο όργανο για βασανισμό
  3. περιδέραιο