Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυκλωμένος η κυκλωμένη το κυκλωμένο
      γενική του κυκλωμένου της κυκλωμένης του κυκλωμένου
    αιτιατική τον κυκλωμένο την κυκλωμένη το κυκλωμένο
     κλητική κυκλωμένε κυκλωμένη κυκλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυκλωμένοι οι κυκλωμένες τα κυκλωμένα
      γενική των κυκλωμένων των κυκλωμένων των κυκλωμένων
    αιτιατική τους κυκλωμένους τις κυκλωμένες τα κυκλωμένα
     κλητική κυκλωμένοι κυκλωμένες κυκλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυκλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυκλώνω

  Μετοχή επεξεργασία

κυκλωμένος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία