κυκλωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυκλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυκλώνω
Μετοχή
επεξεργασίακυκλωμένος, -η, -ο
- που έχει περιοριστεί μέσα σε έναν κύκλο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυκλωμένος
|