ζωσμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζωσμένος | η | ζωσμένη | το | ζωσμένο |
γενική | του | ζωσμένου | της | ζωσμένης | του | ζωσμένου |
αιτιατική | τον | ζωσμένο | τη | ζωσμένη | το | ζωσμένο |
κλητική | ζωσμένε | ζωσμένη | ζωσμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζωσμένοι | οι | ζωσμένες | τα | ζωσμένα |
γενική | των | ζωσμένων | των | ζωσμένων | των | ζωσμένων |
αιτιατική | τους | ζωσμένους | τις | ζωσμένες | τα | ζωσμένα |
κλητική | ζωσμένοι | ζωσμένες | ζωσμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζωσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζώνω
Μετοχή
επεξεργασίαζωσμένος αρσενικό
- που τον έχουν ζώσει, περικυκλωμένος
- η διμοιρία βρέθηκε ζωσμένη από τους εχθρούς
- που έχει φορέσει ζώνη ή μεταφέρει πολλά αντικείμενα κρεμασμένα από πάνω του
- ζωσμένος τ' άρματα