↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωσμένος η ζωσμένη το ζωσμένο
      γενική του ζωσμένου της ζωσμένης του ζωσμένου
    αιτιατική τον ζωσμένο τη ζωσμένη το ζωσμένο
     κλητική ζωσμένε ζωσμένη ζωσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωσμένοι οι ζωσμένες τα ζωσμένα
      γενική των ζωσμένων των ζωσμένων των ζωσμένων
    αιτιατική τους ζωσμένους τις ζωσμένες τα ζωσμένα
     κλητική ζωσμένοι ζωσμένες ζωσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζώνω

ζωσμένος αρσενικό

  1. που τον έχουν ζώσει, περικυκλωμένος
    η διμοιρία βρέθηκε ζωσμένη από τους εχθρούς
  2. που έχει φορέσει ζώνη ή μεταφέρει πολλά αντικείμενα κρεμασμένα από πάνω του
    ζωσμένος τ' άρματα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία