κυκλωνικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυκλωνικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cyclonic < cyclone < αρχαία ελληνική κυκλόω / κυκλῶ < κύκλος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.klo.niˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
κυκλωνικός
- (μετεωρολογία) που έχει σχέση με κυκλώνα ή αναφέρεται σ’ αυτόν