ακύκλωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακύκλωτος < μεσαιωνική ελληνική ἀκύκλωτος < κυκλώνω < αρχαία ελληνική κυκλόω / κυκλῶ
Επίθετο
επεξεργασίαακύκλωτος
- που δεν έχει κυκλωθεί ή δεν μπορεί να κυκλωθεί
- απερικύκλωτος
- απεριτείχιστος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία που δεν έχει κυκλωθεί ή δεν μπορεί να κυκλωθεί